αμποδένω

αμποδένω
δένω με μάγια, καθιστώ κάποιον ανίκανο, μαγγανεύω, γητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εμποδίζω + δένω, με συμφυρμό.
ΠΑΡ. αμπόδεμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμπόδεμα — το [αμποδένω] μαγικό δέσιμο (που κάνει τον άντρα ανίκανο για συνουσία), μαγγανεία, μάγια …   Dictionary of Greek

  • αποδένω — κ. αμποδένω (Μ ἀποδένω) με μαγικές πράξεις προσπαθώ να κάνω κάποιον σεξουαλικά ανίκανο νεοελλ. τελειώνω το δέσιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”