Dictionary of Greek. 2013.
αμπόδεμα — το [αμποδένω] μαγικό δέσιμο (που κάνει τον άντρα ανίκανο για συνουσία), μαγγανεία, μάγια … Dictionary of Greek
αποδένω — κ. αμποδένω (Μ ἀποδένω) με μαγικές πράξεις προσπαθώ να κάνω κάποιον σεξουαλικά ανίκανο νεοελλ. τελειώνω το δέσιμο … Dictionary of Greek